- ἐξαποδίομαι
- ἐξ-απο-δίομαι: μάχης ἐξᾶποδίωμαι, chase out of the battle, Il. 5.763. (The ᾶ a necessity of the rhythm.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξαποδίομαι — ἐξαποδίομαι (Α) διώχνω από κάπου, βγάζω από κάποιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποιητικός τ. τού αποδιώκω] … Dictionary of Greek